βάθυνε

βάθυνε
βάθῡνε , βαθύνω
deepen
pres imperat act 2nd sg
βάθῡνε , βαθύνω
deepen
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
βάθῡνε , βαθύνω
deepen
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Αμβέρσα — (γαλλ. Anvers,φλαμ. Antwerpen).Πόλη (446.525 κάτ. το 2000) του βόρειου Βελγίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.867 τ. χλμ., 1.652.500 κατ. το 2002). Η Α. είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμόκολπου του Σέλντε (Εσκό), σε απόσταση 88 χλμ.… …   Dictionary of Greek

  • βαθύνω — υνα 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω: Βάθυνα το λάκκο, για να πιάσει το δέντρο. 2. γίνομαι βαθύς: Βάθυνε πολύ η θάλασσα σ’ αυτήν την παραλία. 3. κάνω πιο σκούρο ένα ανοιχτό χρώμα: Πρέπει να βαθύνει το πράσινο για να ταιριάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”